ταχυδρομώ

ταχυδρομώ
ταχυδρομῶ, -έω, ΝΜΑ [ταχυδρόμος]
νεοελλ.
στέλνω με το ταχυδρομείο
μσν.-αρχ.
τρέχω γρήγορα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ταχυδρομώ — ταχυδρομώ, ταχυδρόμησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ταχυδρομώ — ταχυδρόμησα, ταχυδρομήθηκα, και ταχυδρομίζω ταχυδρόμισα, στέλνω κάτι με το ταχυδρομείο, ρίχνω επιστολή στο γραμματοκιβώτιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταχυδρόμῳ — ταχυδρόμος fast running masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχυδρομίζω — Ν ταχυδρομώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ταχυδρόμηση — η, Ν [ταχυδρομώ] η αποστολή επιστολής ή άλλου αντικειμένου με το ταχυδρομείο …   Dictionary of Greek

  • γραμματοσημαίνω — κολλώ γραμματόσημο σε γράμματα ή άλλα αντικείμενα που ταχυδρομώ: Γραμματοσήμανα όλες τις ευχετήριες κάρτες πριν τις στείλω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταχυδρομίζω — βλ. ταχυδρομώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”